- -ηρός
- το επίθημα -ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε -ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε -ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα επίθετα). Χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιωνική-Αττική, αλλά δεν είναι βέβαιο αν το -η- τού επιθήματος ανάγεται σε ᾱ ή ē. Συνήθως τα επίθετα σε -ηρος προέρχονται από θέμα σε e/o (πρβλ. μοχθηρός < μόχθος, οινηρός < οίνος κ.ά.) και δηλώνουν το είδος ενός πράγματος ή την ύλη από την οποία αποτελείται (πρβλ. ανθηρός < άνθος, ελαφρός < έλαιον κ.ά.) ή διαρκή κατάσταση (πρβλ. νοσηρός < νόσος, υπνηρός < ύπνος κ.ά.). Το επίθημα παρέμεινε στη Νέα Ελληνική, κυρίως όμως σε λέξεις οι οποίες διατηρήθηκαν από την αρχαία γλώσσα (25 περίπου)πρβλ. αιματηρός, αιχμηρός, ακανθηρός, ανθηρός, αυστηρός, δαπανηρός, ζωηρός, ιχθυηρός, κλαυθμηρός, λυπηρός, μελετηρός, μοχθηρός, νοσηρός, οδυνηρός, οκνηρός, ολισθηρός, οσμηρός, οχληρός, πνιγηρός, πονηρός, σιωπηρός, τολμηρόςαρχ.αγμηρός, αγροικηρός, αιμηρός, αισχυντηρός, αιψηρός, αλγηρός, αλφιτηρός, ανηρός, ανθρακηρός, αργυρηρός, ασηρός, αταρτηρός, αυηρός, αυξηρός, αχθηρός, βαλανηρός, βοτρυηρός, γαληρός, γεηρός, γλοηρός, γοηρός, γυναικηρός, δαηρός, δακνηρός, δειματηρός, διψηρός, δραστηρός, ελαιηρός, ερεικηρός, ετνηρός, ηπατηρός, θανατηρός, θερμηρός, θοηρός, καματηρός, καρυηρός, καρφηρός, καυματηρός, κνισηρός, κοκκηρός, κομπηρός, κοπηρός, κροκηρός, κυηρός, κυματηρός, λαιψηρός, λαμπηρός, λαχανηρός, λημηρός, λιβηρός, λιμηρός, μαζηρός, μιτηρός, μυκληρός, μυρηρός, ξυληρός, ογκηρός, οινηρός, οισυπηρός, ομβρηρός, ομπνηρός, ομφακηρός, οξηρός, ορθηρός, οστρακηρός, οτρηρός, ουρηρός, οχθηρός, πενθηρός, πινηρός, πισσηρός, πλακουντηρός, πλουτηρός, ποιηρός, πυηρός, σιγηρός, σιναπηρός, σιτηρός, σταθηρός, σταχυηρός, στιχηρός, στυγηρός, ταριχηρός, ταρχηρός, τρυχηρός, τυληρός, τυχηρός, υγιηρός, υδατηρός, υδρηρός, υπανθηρός, υπαυστηρός, υπνηρός, φαληρός, φαρμακηρός, φοινικηρός, χλοηρόςνεοελλ.αιχμηρός, ηχηρός, υπεραυστηρός).
Dictionary of Greek. 2013.